17 Σεπ 2009

Arthur Antunes Coimbra Zico


ΑΡΤΟΥΡ ΑΝΤΟΥΝΙΕΣ ΚΟΪΜΠΡΑ ΖΙΚΟ

Αρτούρ Αντούνιες Κοΐμπρα Ζίκο. Ο αποκαλούμενος ως "λευκός Πελέ" δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στην ποδοσφαιρική πιάτσα, καθώς υπήρξε ένας απ'τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές του παγκόσμιου στερεώματος. Η εξαιρετική του τεχνική κατάρτιση, οι μαγικές του εμπνεύσεις, τα σίγουρα τελειώματα του και οι - σήμα κατατεθέν - συστημένες εκτελέσεις φάουλ του ξεχώριζαν και τον έκαναν να λάμπει στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Ο ίδιος ο "βασιλιάς" Πελέ τον "έχρισε" ως διάδοχο του, αφού είχε δηλώσει πως "όλα αυτά τα χρόνια, αν υπήρξε ένας παίκτης που με πλησίασε πολύ, αυτός ήταν ο Ζίκο".

O Ζίκο γεννήθηκε στις 03/03/1953 στο Κιντίνο του Ρίο ντε Τζανέϊρο. Όπως όλα τα Βραζιλιανάκια, πέρναγε τον περισσότερο από το χρόνο του στις αλάνες παίζοντας ποδόσφαιρο και ονειρευόταν πως μια μέρα θα γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Σε ηλικία 14 ετών, το 1967 ήταν έτοιμος να ταξιδέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να δοκιμάσει την τύχη του σε ομάδες των ΗΠΑ, όπου αγωνίζονταν ήδη τα μεγαλύτερα αδέλφια του, Αντούνιες και Εντού. Ένας δημοσιογράφος, οικογενειακός φίλος της οικογένειας Κοΐμπρα όμως, έπεισε τον πατέρα του Ζίκο να τον πάει στα δοκιμαστικά της Φλαμένγκο, της οποίας ήταν οπαδός άλλωστε. Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους : Οι προπονητές των ακαδημιών της Φλαμένγκο έχασαν το φως τους με τον κοντοστούπη Βραζιλιάνο που μιλούσε στη μπάλα και με συνοπτικές διαδικασίες τον ενέταξαν στο δυναμικό τους.

Το τεχνικό τιμ της Φλαμένγκο είχε αντιληφθεί πως έχει στα χέρια του ένα ακατέργαστο διαμάντι. Δούλεψαν πολύ στην ενδυνάμωση του πιτσιρικά - άλλωστε τα τεχνικά χαρίσματα περίσσευαν - και με πολλή προπόνηση, αυστηρό διαιτολόγιο και πολύ γυμναστήριο ο Ζίκο "έχτισε" σώμα αθλητή καθώς το ύψος του (1,72) δεν βοηθούσε. Παράλληλα με το ειδικό του πρόγραμμα ο Ζίκο συμμετείχε κανονικά στις αγωνιστικές υποχρεώσεις της ομάδας των νέων : Μοίραζε και σκόραρε γκολ με το τσουβάλι και μετά από μια τετραετία (1967-1971), 116 αγώνες και 81 γκολ, ο 18χρονος πλέον Ζίκο προβιβάστηκε στην ομάδα των ανδρών της Φλαμένγκο. Στη Φλαμένγκο έμεινε για 12 χρόνια (1971-1983) και σημείωσε 123 γκολ στις 212 συμμετοχές του, ενώ κέρδισε το Copa Libertadores και το Intercontinental Cup (1981) ενώ κατέκτησε και 2 φορές το πρωτάθλημα Βραζιλίας. Τα κατορθώματα του Ζίκο τον οδήγησαν δικαιωματικά και στην βασική εντεκάδα της εθνικής Βραζιλίας.

Το 1983 άφησε την αγαπημένη του Φλαμένγκο σε ηλικία 24 ετών για να ταξιδέψει στην Ευρώπη για λογαριασμό της Ουντινέζε. Ο ανταγωνισμός στην Ιταλία ήταν μεγάλος - συν τοις άλλοις είχε μπροστά του τη μεγάλη Γιουβέντους του Μισέλ Πλατινί αλλά και την ανερχόμενη δύναμη, Νάπολι, του Ντιέγκο Μαραντόνα. Ο Ζίκο δεν κατάφερε να κάνει πολλά πράγματα την πρώτη χρονιά του (20 συμμετοχές - 6 γκολ), αλλά το 1984-1985 έκανε πράγματα και θαύματα στην Ιταλία και έβαλε 24 γκολ σε 33 συμμετοχές, οδηγώντας την Ουντινέζε στα ψηλά σκαλοπάτια της Serie A. Το γεγονός όμως πως οι Ιταλοί έμειναν μακριά απ'τους τίτλους αυτή τη διετία τον οδήγησε στην αποχώρηση και στην επιστροφή του εν τέλει στην πολυαγαπημένη του Φλαμένγκο. Αντί καλωσορίσματος όμως, ο Ζίκο είχε έναν σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο και έμεινε σχεδόν όλη τη σεζόν εκτός. Τα πράγματα ήταν καλύτερα την επόμενη σεζόν, αφού ο Ζίκο ήταν γερός και οδήγησε την Φλαμένγκο στον τίτλο το 1987 ενώ το 1988 "συστήθηκε" και απο κοντά στον κόσμο του Ολυμπιακού, αφού - για όσους θυμούνται - το καλοκαίρι του 1988, ο Ολυμπιακός είχε αντιμετωπίσει την Φλαμένγκο σε φιλικό στο ΟΑΚΑ (3-2 είχε κερδίσει ο Ολυμπιακός).

Το Δεκέμβριο του 1989 ο Ζίκο έκανε την τελευταία του επίσημη εμφάνιση στον αγώνα με τη Φλουμινένσε, σε έναν αγώνα στον οποίο διέπρεπε και αποθεώθηκε μετά τον θρίαμβο της Φλαμένγκο με 5-0. Φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα της Φλαμένγκο στον αγώνα με μια "μικτή κόσμου", στην οποία συμμετείχαν ονόματα όπως οι Κέμπες, Ρουμενίνγκε, Μπράϊτνερ, Φαλκάο, Βαλντάνο το Φεβρουάριο του 1990. Ο Ζίκο με τις 731 συμμετοχές του έγινε ο δεύτερος παίκτης στην ιστορία της Φλαμένγκο σε συμμετοχές ενώ με τα 508 γκολ του είναι μακράν ο κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών για τη Φλαμένγκο. Με το τέλος της καριέρας του, ο Ζίκο έγινε υπουργός αθλητισμού της Βραζιλίας επί προεδρίας Φερνάντο ντε Μέλο.

Το 1991 όμως, μετά από μόλις έναν χρόνο θητείας ως υπουργός αθλητισμού, ο Ζίκο αποχώρησε από το υπουργείο για να επανέλθει στην ενεργό δράση : Ο Βραζιλιάνος άσος αποδέχθηκε την πρόταση της Σουμιτόμο Μέταλς της Ιαπωνίας για να βοηθήσει την ομάδα να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στο νέο (επαγγελματικό) πρωτάθλημα της Ιαπωνίας που θα ξεκινούσε το 1993. Ο Ζίκο έπαιξε με τη Σουμιτόμο την τελευταία σεζόν πριν την έναρξη της νέας J.League και έκανε τη δουλειά του και με το παραπάνω : 22 συμμετοχές, 21 γκολ και η Σουμιτόμο στην J.League. Με την εκκίνηση της νέας λίγκας, η Σουμιτόμο μετονομάστηκε σε Κασίμα Άντλερς και θεωρούταν το μεγάλο φαβορί για υποβιβασμό καθώς δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για να συναγωνιστεί τις πιο πλούσιες ομάδες της λίγκας. Κι όμως, με τον 40χρονο Ζίκο μπροστάρη, η Κασίμα Άντλερς τερμάτισε 2η στην πρώτη της σεζόν και στα επόμενα χρόνια εδραιώθηκε ως μία απ'τις παραδοσιακές δυνάμεις της J.League, κατακτώντας μάλιστα το πρωτάθλημα το 1993. Ο Ζίκο, ο "Θεός του ποδοσφαίρου" όπως τον αποκαλούσαν στην Ιαπωνία, κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του σε ηλικία 41 ετών έπειτα από 65 συμμετοχές και 46 γκολ με τη φανέλα της Κασίμα. Ο Βραζιλιάνος άσος ένιωθε να'χει ακόμα δυνάμεις και ασχολήθηκε με το beach soccer για να επιστρέψει στην Κασίμα έναν χρόνο αργότερα (1995) ως τεχνικός σύμβουλος, ενώ μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα σε Ιαπωνία και Βραζιλία : Στην πατρίδα του πλην του beach soccer είχε πλέον και το Zico Football Center, μια ποδοσφαιρική ακαδημία στο Ρίο ντε Τζανέϊρο. Ο Ζίκο λατρεύτηκε σαν Θεός, πραγματικά, στην Κασίμα - μάλιστα μια προτομή προς τιμήν του κοσμεί το στάδιο της Κασίμα.

Ο Ζίκο σε εθνικό επίπεδο είχε 72 συμμετοχές και 52 γκολ ενώ ήταν βασικό στέλεχος των ομάδων που συμμετείχαν στο Παγκόσμιο κύπελλο του 1978, του 1982 και του 1986. Αν και η Βραζιλία είχε εξαιρετικό υλικό - ειδικά αυτή του 1982 θεωρείτο πως ήταν η πληρέστερη ίσως Βραζιλία της μετά Πελέ εποχής - δεν κατόρθωσε να κερδίσει κάποιον τίτλο. Ο ίδιος κατέκτησε τον τίτλο του "παίκτη της χρονιάς" το 1983. Το παλμαρέ του ως παίκτης περιλαμβάνει μια πλειάδα ατομικών διακρίσεων. Οι τίτλοι του σε ομαδικό επίπεδο :

Πρωτάθλημα Ρίο : 1972, 1974, 1978, 1979, 1981, 1986
Πρωτάθλημα Βραζιλίας : 1980, 1982, 1983, 1987
Copa Libertadores : 1981
Intercontinental Cup : 1981
Πρωτάθλημα Ιαπωνίας : 1993
Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Beach Soccer : 1995, 1996
Αμερικανικό Κύπελλο Beach Soccer : 1995, 1996

Το 1998 ο Ζίκο ανέλαβε χρέη τεχνικού διευθυντή στην εθνική Βραζιλίας για το παγκόσμιο κύπελλο του 1998, θέση την οποία εγκατέλειψε με το πέρας του Μουντιάλ. Το 2002 ο Βραζιλιάνος που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Ιαπωνία, δέχθηκε πρόταση απ'την ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Ιαπωνίας να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της ομάδας. Ο Ζίκο έκανε αποδεκτή την πρόταση και σε αντίθεση με τον προκάτοχο του, Φιλίπ Τρουσιέ, επέβαλλε ένα πιο ελεύθερο στυλ στο παιχνίδι της ομάδας, ενώ και τα ΜΜΕ τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό. Το ξεκίνημα του δεν ήταν το ιδανικό και περιελάμβανε πολλά... παρατράγουδα : Μεθυσμένοι παίκτες, βαριές ήττες, ο κόσμος να ζητάει την απόλυση του. Ο Ζίκο δεν πτοήθηκε και οδήγησε την Ιαπωνία στην κατάκτηση του Ασιατικού κυπέλλου το 2004 έχοντας στη σύνθεση του μόνο έναν ποδοσφαιριστή που αγωνιζόταν στην Ευρώπη (Νακαμούρα). Η επιτυχία συνεχίστηκε με την εξασφάλιση της πρόκρισης στην τελική φάση του Παγκοσμίου κυπέλλου του 2006 με μόλις μια ήττα παθητικό. Στο Παγκόσμιο κύπελλο η Ιαπωνία ναι μεν έπαιξε καλά, αλλά έκανε δύο ήττες (από Αυστραλία και Βραζιλία) και μια ισοπαλία (με την Κροατία) σκοράροντας δύο φορές, δεχόμενη εφτά γκολ. Με το πέρας της διοργάνωσης ο Ζίκο παραιτήθηκε.

Ο Βραζιλιάνος δεν έμεινε χωρίς δουλειά για πολύ. Τον Ιούλιο του 2006 υπέγραψε για δύο χρόνια στην Φενέρμπαχτσέ και κατέκτησε το πρωτάθλημα τη σεζόν 2006-2007. Το 2007-2008 κατέκτησε το Super Cup Τουρκίας ενώ οδήγησε την Φενέρ για πρώτη φορά στην ιστορία της στους "8" του Champions League, αποκλείοντας μάλιστα την Σεβίλλη, που την διετία 2006-2008 έκανε πράγματα και θαύματα στα γήπεδα. Ο Ζίκο απέκτησε το παρατσούκλι "βασιλιάς Αρθούρος" απ'τους οπαδούς της Φενέρ, αλλά ο ίδιος θεώρησε πως ο κύκλος του στην Φενέρ έκλεισε και ανακοίνωσε πως δεν προτίθεται να ανανεώσει το συμβόλαιο του. Είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Νιουκάστλ (όπως και ο προκάτοχος του στον Ολυμπιακό, Τιμούρ Κετσπάγια) χωρίς όμως επιτυχία. Ο Ζίκο "ξέπεσε" στο Ουζμπεκιστάν και δη στην Μπουνιοντκόρ του γνωστού μας Ριβάλντο, την οποία οδήγησε στο νταμπλ. Το ξεκίνημα του 2009 τον βρήκε στην Ρωσία και τον πάγκο της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, με την οποία κατέκτησε το κύπελλο και το Super Cup Ρωσίας. Στο πρωτάθλημα όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά, η ΤΣΣΚΑ ήταν απογοητευτική και ως αποτέλεσμα, στις 10/09/2009 ο Ζίκο απολύθηκε από την τεχνική ηγεσία της ομάδας.

Σχεδόν μια εβδομάδα αργότερα, με τον Ολυμπιακό να έχει μείνει χωρίς προπονητή μετά την απόλυση του Τιμούρ Κετσπάγια ο Ζίκο συμφώνησε με τον Σωκράτη Κόκκαλη να αναλάβει την ομάδα και στις 15/09/2009 βρέθηκε στον Πειραιά, όπου παρακολούθησε τον νικηφόρο αγώνα του Ολυμπιακού επί της ΑΖ Άλκμααρ (1-0) στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Ο στόχος του, να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα των αποδυτηρίων που δημιούργησε η κόντρα παικτών - Κετσπάγια και να επαναφέρει στην ομάδα και πάλι τον επιθετικογενή της χαρακτήρα. Η φιλοσοφία του Ζίκο είναι απλή : "Δεν θα σταματήσω ποτέ να επιθυμώ καλό ποδόσφαιρο. Υπάρχουν πολλές αμυντικές ομάδες με πόδοσφαιριστές που προτιμούν να αλλάζουν συνεχώς πάσες στις γραμμές. Προτιμώ παίκτες που διασκεδάζουν με το θέαμα και επιτίθενται. Ποτέ δεν θα έκανα με την ιδιότητα του προπονητή αυτά που μισούσα ως παίκτης. Για μένα ο διάλογος είναι απαραίτητος στο ποδόσφαιρο όσο και στη ζωή. Μου αρέσει να κουβεντιάζω με τους παίκτες και δεν αποκλείω τίποτα. Πάντα τους δίνω την ευκαιρία να ακούω τις απόψεις τους. Δεν θέλω να με ακούνε και να εκτελούν αυστηρά τις εντολές μου. Θέλω να έχουν απόλυτη ευκαιρία, να παίρνουν αποφάσεις μέσα στο γήπεδο, τούτη είναι η φιλοσοφία μου".

Οι "οπαδοί" του λένε πως είναι εύστροφος, εξπέρ στην ψυχολογική προετοιμασία των παικτών και "μάστορας" (αυτό έλειπε) στην προπόνηση και τη βελτίωση της τεχνικής. Οι "αντιφρονούντες" του καταλογίζουν εμμονή με το 4-3-3 το οποίο λένε πως δεν αλλάζει με τίποτα, αλλά και μεγάλη αδυναμία στον τομέα "εκγύμναση ομάδας", τονίζοντας πως αυτός ήταν και ο λόγος που απολύθηκε απ'την ΤΣΣΚΑ - η ομάδα έδειχνε ψόφια. Αυτό βέβαια είναι σχετικό, γιατί την διετία 2006-2008, η Φενέρ π.χ. κάθε άλλο παρά ψόφια έδειχνε. Απομένει να αποδειχθεί αν η μεγάλη αυτή προσωπικότητα του ποδοσφαίρου είναι ένας προπονητής ικανός να οδηγήσει τον Ολυμπιακό εκεί που πρέπει : Στους τίτλους...